- αντιμεταθέτω
- (μέσ., αντιμετατίθεμαι) (AM ἀντιμετατίθεμαι)νεοελλ.κάνω αμοιβαία μετάθεση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτωναρχ.-μσν.αντικαθίσταμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιμετατίθεμαι — βλ. αντιμεταθέτω … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek